Μου λες κουράστηκες... Δεν θες να περιμένεις...

24 Απριλίου 2008

Little women...

Πόσο πιο ταιριαστό θα ήταν αν έγραφα τις σκέψεις μου μεστη μέση της νύχτας... Όταν όλοι θα κοιμόνταν κι εγώ θα μπορούσα να σκεφτώ και να γράψω καθαρά... Αλλά πάλι, ποιός μπορεί να ελέγξει το μυαλό του... Βρέχει, έστω... Αθεράπευτα ρομαντική, δεν θα το άντεχα αν, ενώ εξομολογούμαι μπροστά σε μια οθόνη το τι με βασανίζει, έξω ο ήλιος λάμπει.

Και έτσι, ξεκινώ. Και παίρνω αφορμή από ένα κλασσικό βιβλίο. "Little women", και η συνέχεια τους, "Good Wives".. Τα κλασσικά βιβλία πάντα κρύβουν μια γοητεία, που κανένας σύγχρονος συγγραφέας μπόρεσε μέχρι τώρα να κατακτήσει. Οι διαπροσωπικές σχέσεις, τόσο διαφορετικές μερικά χρόνια πριν, φαντάζουν τόσο ονειρικές.. Και ναι, στην εποχή που ζούμε, όλα είναι πιθανά, όλα είναι συνηθισμένα, πιο φιλελεύθερα... Αλλά ποιός μπορεί να πει με σιγουριά πως είναι καλύτερα έτσι...

Έχω πει, και συνεχίζω να το λέω, πως θα ήθελα να ζω σε οποιαδήποτε άλλη ζωή. Σε μια άλλη εποχή, όπου ναι μεν δεν υπήρχε ηλεκτρισμός, αλλα υπήρχε ευγένεια. Ο κόσμος νοιαζόταν για τον διπλανό του, και όλοι φέρονταν με σεβασμό ο ένας στον άλλο. Τα παιδιά μεγάλωναν με λιγοστά παιχνίδια, αλλά μάθαιναν να μοιράζονται. Μάθαιναν τι θα πει υπερηφάνεια, αλλά όχι εγωισμός. Σκέφτονταν διπλά την κάθε τους πράξη, και κάθε αρετή ανταμειβόταν...

^Εκτός τόπου και χρόνου να ζήσω μια φορά...^

Ίσως τα εξειδανικεύω όλα... Αλλά αν η καρδιά μου δεν έχει ιδανικά να στηριχτεί, τότε τι θα απογίνω...

Τι είναι αυτό που κάνει δυο ανθρώπους να έρθουν κοντά; Να νιώθουν άνετα μεταξύ τους; Φίλες έχω πολλές... Ανθρώπους που είναι κοντά μου και ξέρω πως όταν τους χρειαστώ θα είναι εδώ... Αλλά γιατί και πάλι κάτι λείπει από τις σχέσεις μου μαζί τους; Λες και κάτι με τραβά να κρατώ σκέψεις κρυφές...

Υπάρχει τέτοιος άνθρωπος; Ένα τέτοιο δέσιμο; Ένας άνθρωπος που να αξίζει, που να σε καταλαβαίνει όταν του εκμυστηρεύεσαι τα πάντα; Τα πάντα... Ή μήπως οι άνθρωποι είναι καταδικασμένοι να ζουν τη ζωή τους με ότι καλύτερο αυτή τους προσφέρει; Αναγκασμένοι να σηκώνουν βάρη που δεν μπορούν να μοιραστούν με κανέναν άλλον;

Κι αν ναι, τότε εγώ δεν θα αντέξω... Δεν είμαι φτιαγμένη για μυστικά... Μ'αρέσει να μοιράζομαι τα πάντα... Ακόμα κι αν γνωρίσω κάποιον καινούριο φίλο, δεν μου παίρνει πολύ καιρό για να του εκμυστηρευτώ διάφορες σκέψεις... Μοιάζω με έναν καλό επιχειρηματία, που επενδύει τα χρήματά του σε διαφορετικές τράπεζες, σε διαφορετικές δόσεις... Ένα μυστικό εδώ, ένα μυστικό εκεί... Ο καθένας να γυρνάει με ένα μικρό κομματάκι της καρδιάς μου... Κι αν αυτός ο καθένας με προδώσει, πάει το κομματάκι μου... Κι έτσι σιγά σιγά φεύγουν όλα... Δεν το λέω εγώ, μα όλοι το ξέρουμε, πως κάθε άνθρωπος στη ζωή μας θα μας προδώσει τουλάχιστον μια φορά... "Όσοι αγάπησα, κατά κανόνα μου'καναν δώρο ένα χειμώνα..."

Κρατάω βέβαια κι ένα κομματάκι για μένα.. Όπως τα μετρητά, που βρίσκονται στο χρηματοκιβώτιο, σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης... Κι όλο περιμένω να δω αν θα βρεθεί κανείς που θα αξίζει να πάρει ακόμα κι αυτά τα μετρητά... Που θα εγγυηθεί ότι δεν θα υπάρξουν καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, γιατι μπορώ να βασίζομαι πανω του...

Με φιλία ή αγάπη, χρειάζομαι αυτόν τον κάποιο άνθρωπο να'ρθει στη ζωή μου, ακόμα κι αν έρθει μετά από 30 χρόνια... Μέχρι τότε, είμαι ικανοποιημένη από τους (πολύ) καλούς φίλους που έχω κοντά μου και που τους υπεραγαπώ...




I needed you... Somehow...

21 Απριλίου 2008

Η Ψυχή και ο Έρωτας...

Από μικρή λάτρευα τα παραμύθια. Παραμύθια όλων των ειδών, κάθε προέλευσης. Μα πιο πολύ απ'όλα, λάτρεψα την αρχαία ελληνική μυθολογία.. Κάτι στο μη happy ending, το ότι μιλούσαν για αντικείμενα που έβλεπα συχνά μπροστά μου με γοήτευαν. (είναι γνωστή η ανάγκη των προγόνων μας να εξηγούν τα φυσικά φαινόμενα με μύθους, ή η αρέσκειά τους στο να δημιουργούν ιστορίες για κάθε λουλούδι, για κάθε ποταμό, πράγματα που υπάρχουν μέχρι σήμερα!)
Ξέρω μύθους που οι περισσότεροι δεν ξέρουν. Εντάξει, με τα ονόματα ίσως έχω κάποιο πρόβλημα, αλλά τους περισσότερους τους ξέρω απέξω. Ο πιο αγαπημένος μου όμως, είναι ένας. Το τι με κέντρισε στην αρχή, ήταν ότι είναι πιο μακροσκελές από ότι οι μύθοι συνήθως. Με μόνες εξαιρέσεις ίσως την Οδύσσεια και την Ιλιάδα, είναι ο μεγαλύτερος που έπεσε στα χέρια μου μέχρι τώρα.
Κάποια κομμάτια του μύθου είναι κοινά με ευρωπαϊκά παραμύθια. Ίσως οι μεταγενέστεροι να "δανείστηκαν" από τους Έλληνες, ίσως οι μεταγενέστεροι Έλληνες να εμφύτευσαν στον μύθο "δάνεια" από την Ευρώπη. Δεν είμαι σε θέση να ξέρω. Ξέρω όμως ότι αυτόν τον μύθο τον δημιούργησαν οι Έλληνες, όταν είχαν τέρτια στην καρδιά.. Προσωπικά, τον συνδέω με τα τραγούδια των προηγούμενών μου γενεών, που εξέφραζαν τους πόνους της καρδιάς με τραγούδια, μπαγλαμά και μπουζούκια...

(από το περιοδικό Απολλώνειο Φως, γραμμένο από τον Δημήτρη Μάρκου)

Ο μύθος της Ψυχής και του Έρωτα...

Τα πολύ παλιά χρόνια υπήρχε μια μεγάλη, δυνατή και πλούσια πολιτεία όπου ζούσαν ένας ευτυχισμένος βασιλιάς με τη βασίλισσα και τις τρεις κόρες τους. Η μικρότερη που την έλεγαν Ψυχή, ήταν τόσο όμορφη που την παρέβαλαν με τη θεά της ομορφιάς, την Αφροδίτη. Κάθε άντρας που την αντίκριζε θαμπωνόταν από την ομορφιά της και έπεφτε στα γόνατα να την προσκυνήσει, σάμπως να είχε μπροστά του την αφροαναδυόμενη θεά Αφροδίτη. Καθώς ο καιρός περνούσε όλοι πίστεψαν πως η Ψυχή ήταν η ίδια η θεά που άφησε στον λαμπρό Όλυμπο τον λαμπερό της θρόνο και ήρθε στη γη να κατοικήσει με τους θνητούς. Τα ιερά της θεάς ερημώθηκαν. Ούτε ένας πιστός δεν ερχόταν πια στην Πάφο, στην Κνίδο ή στα Κύθηρα για να προσευχηθεί και να θυσιάσει στη θεά του έρωτα. Ο κόσμος που πριν λάτρευε τη θεά σαγηνεύτηκε απ’ της θνητής την ομορφιά. Έτσι εγκατέλειψε τη θεά και στράφηκε στη Ψυχή κι αυτήν λάτρευε και προσκυνούσε.

Η θεά ταράχτηκε από των θνητών την ασέβεια, δε μπορούσε να αντέξει την προσβολή και πήρε την απόφαση να εκδικηθεί. Γι’ αυτό πρόσταξε τον γιο της, τον σαιτοβόλο Έρωτα να χτυπήσει με τα βέλη του, που γλυκό πόνο φέρνουν στην καρδιά κάνοντας την να χτυπάει δυνατά και παράξενα και μουδιάζουν του σώματος τα μέλη, την αντίζηλό της και να την κάνει παράφορα να αγαπήσει τον πιο ασήμαντο άνθρωπο, τον πιο περιφρονημένο όλου του κόσμου, [και να φέρει μπροστά στα μάτια της το βέλος με το αίμα της Ψυχής. Μα ο Έρωτας, δεν τα κατάφερε. Στο αντίκρισμα της όμορφης κόρης, χτυπήθηκε από τα ίδια του τα βέλη. Πως να την παραδώσει σε άλλον κατώτερό της... Αδύνατο. Στόχευσε έτσι ένα γάιδαρο στο διπλανό λιβάδι, και το βέλος με αυτού το αίμα παρουσίασε στην μάνα του... ]

Όπως συχνά γίνεται, η ομορφιά της Ψυχής έγινε η αιτία να αισθάνεται δυστυχισμένη γιατί όλοι οι νέοι σαν την αντικρίζανε έμεναν μαγεμένοι από τη χάρη της και κανείς δεν τολμούσε να τη ζητήσει για γυναίκα του. Έτσι τα κάλλη της έμεναν ατρύγητα, το κορμί της αναγκάλιαστο, τα χείλη της αφίλητα και η καρδιά της άδεια. Οι δυο αδελφές της είχαν από καιρό παντρευτεί στα ξένα και η Ψυχή μόνη στο παλάτι, έκλαιγε την άδικη μοίρα της και καταριόταν την ομορφιά της.Ο βασιλιάς-πατέρας της σαν είδε ότι κανένας νιος δεν αποφάσιζε να πάρει για γυναίκα του την ομορφοθυγατέρα, απελπίστηκε και κατέφυγε στο μαντείο της Μιλήτου, να ρωτήσει τον Απόλλωνα για την τύχη της κόρης του που μαράζωνε κλεισμένη στην κάμαρά της. Ο θεός έδωσε σκληρή και αλλόκοτη απάντηση στο γεροβασιλιά..
Του μήνυσε να οδηγήσει την αφροδιτόμορφη θυγατέρα στην πιο ψηλή ενός μακρινού και παντέρημου βουνού, νυφοστολισμένη σαν να ήτανε να κάνει του γάμου τη χαρά της στο σκοτεινό τον Άδη. Στην κακοτράχαλη κορυφή θα συναντούσε το γαμπρό που ήταν το ριζικό της να γίνει της ζωής της σύντροφος. Το ταίρι της θα ήταν ένα πελώριο φτερωτό φίδι, τρομαχτικό στην όψη που ακόμα και στο βασιλιά των θεών, τον βροντορίχτη Δία προκαλούσε τον φόβο και τον τρόμο. Λύγισαν τα γόνατα του έρημου πατέρα σαν άκουσε το χρησμό του Φοίβου, ήταν σαν να τον χτύπησε ο γιος του Κρόνου με τον κεραυνό του. Μα άλλη επιλογή δεν είχε. Μπορούσε να αντιταχτεί στο θέλημα των Ολυμπίων;

Έτσι γύρισε στο παλάτι και άρχισαν του μαύρου γάμου τις ετοιμασίες. Γονείς και λαός, αντί να τραγουδούν τα χαρούμενα γαμήλια τραγούδια, συνόδεψαν την άτυχη κόρη με θρήνους και μοιρολόγια που αντιλαλούσαν στις πλαγιές του βουνού. Ακόμη και τα άγρια θηρία δάκρυζαν, ενώ του ουρανού τα πετεινά έσμιγαν το πένθιμο κελάδημα τους μρ των ανθρώπων τον θρήνο. Σαν έφτασαν στην κορυφή με αναφιλητά χαιρέτησαν τη θλιμμένη κόρη, που αντί από χαρά να κλαίει, στα μάγουλα της δάκρυα απελπισίας κι απόγνωσης κυλούσαν και πήραν της επιστροφής το δρόμο, αφήνοντας μόνη και έρημη τη Ψυχή.

Τότε δροσερός και μυρωδάτος Ζέφυρος φύσηξε, την ανασήκωσε στην ανάλαφρη αγκάλη του και ταξιδεύοντας πάνω από χλωροσκέπαστες στεριές και χρυσόλαμπρες θάλασσες, την έφερε και την απίθωσε μέσα σε έναν μαγεμένο κήπο, όπου χανόταν το μάτι σου, χωρίς να μπορεί να διακρίνει αρχή και τέλος. Σαστισμένη σεργιάνιζε στον κήπο η Ψυχή μένοντας έκθαμβη από την ομορφιά της φύσης, οπότε πίσω από κάποια δέντρα πρόβαλε ένα ολόχρυσο παλάτι που όμοιο του δεν είχε ξαναδεί σε όσα βασίλεια πήγε μαζί με τους βασιλογονιούς της. Ούτε φρουρούς διέκρινε να το φυλάγουν, ούτε υπηρέτες να μπαινοβγαίνουν. Με σφιγμένη από τον φόβο καρδιά μπήκε από την ανοιχτή κεντρική θύρα κι άρχισε να τριγυρίζει θαυμάζοντας τη διακόσμηση, τους πίνακες με τα θαυμαστά χρώματα που φάνταζαν ζωντανοί, τα ομορφοσμιλεμένα αγάλματα. Καθώς άρχισε να αναγαλλιάζει και σαν άχνη να σκορπίζει ο φόβος άκουσε μια φωνή δίχως να καταλαβαίνει από που προερχόταν: «Καλωσόρισες κυρά μου. Όλα όσα αποθαυμάζεις είναι δικά σου. Ας μη σκιάζεται η καρδιά σου! Ηρέμησε, νιώσε πως είσαι αρχόντισσα στο παλάτι σου και κάθισε να ξαποστάσεις! Όταν της κούρασης φύγει το βάρος και θελήσεις να νοιαστείς για της ομορφιάς σου την φροντίδα, χτύπα το χρυσό γλυκόλαλο κουδούνι και θα προστρέξουν πρόθυμοι υπηρέτες, που για σένα αόρατοι θα είναι, μα με χαρά κάθε επιθυμία σου θα ικανοποιήσουν…»

Σαν έφυγε από τα μέλη της η κούραση και το σφίξιμο της καρδιάς, πήρε το κουδουνάκι που στη λαβή από ελεφαντόδοντο ήταν σμιλεμένο το σφιχταγκάλιασμα ενός νεαρού ζευγαριού και στο μαγευτικό κουδούνισμά του ένιωσε την παρουσία πρόθυμων και χαρούμενων υπηρετών που όμως δεν μπορούσε να τους δει. Αυτοί πραγματικά έκαναν ό,τι μπορούσαν για να την περιποιηθούν. Τη βοήθησαν να λούσει τα εβένινα μαλλιά της, να πλύνει στην αλαβάστρινη μπανιέρα όπου έπλεαν μυρωδάτα φυτά κι αιθέρια λάδια το κορμί της και να βάλει εξωτικά αρώματα. Νέα ολομέταξα φορέματα, χρυσοκεντημένα, που όμοια τους δεν είχε ξαναδεί, την περίμεναν για να ντυθεί. Μετά την οδήγησαν σε πλούσιο τραπέζι όπου γεύτηκε τα νοστιμότερα φαγητά και φρούτα Ολόχρυσα κηροπήγια με κεριά που σκόρπιζαν του μελιού το άρωμα φώτιζαν την τραπεζαρία, ενώ θεσπέσια μουσική έβγαινε από τις χορδές μιας άρπας και μιας λύρας και μια αγγελική φωνή υμνούσε του έρωτα τις χαρές και των νέων τον πόθο.
Κι αφού ευφράνθηκε το σώμα και η ψυχή της κόρης, οι αόρατοι υπηρέτες την πήγαν στο νυφικό θάλαμο με το κρεβάτι αό μυρωδάτο τριανταφυλλόξυλο και τις αλαβάστρινες γωνίες και σκαλιστές φιγούρες που το σκέπαζαν σεντόνια από το καλύτερο βαμβάκι της γης και ολομέταξες κουβέρτες με σχεδιασμένη νυφική άμαξα και το νέο ζευγάρι χαρούμενο, την οποία έσερναν κύκνοι και συνόδευαν γερανοί και χελιδόνια. Σαν έπεσε στα απαλά σκεπάσματα η Ψυχή κι έσβησαν όλα τα φώτα κι απλώθηκε απόλυτο σκοτάδι ένιωσε να ξαπλώνει δίπλα της ο άγνωστος άντρας της. Εκεί μέσα στο βαθύ σκοτάδι ένιωσε τον ερωτικό του πόθο στον οποίο αφέθηκε και έγινε δική του. Μα πριν ξημερώσει και ο ήλιος σκορπίσει το μαύρο του σκοτάδι για να δει τον σύντροφο της η Ψυχή, αυτός χάθηκε από κοντά της.

Τα ίδια επαναληφθήκαν και την επόμενη ημέρα, οι υπηρέτες πρόθυμα την υπηρετούσαν όλη τη μέρα φροντίζοντας να έχει ό,τι επιθυμούσε. Τη νύχτα ήρθε, σαν απλώθηκε το σκοτάδι, ο άγνωστος σύντροφος χαρίζοντας της την ερωτική ευτυχία και το πρωί πριν ξημερώσει μυστηριωδώς εξαφανίστηκε. Η ζωή συνεχίστηκε με τον ίδιο τρόπο και τον πρώτο καιρό ήταν ευχαριστημένη η Ψυχή. Στο πατρικό όμως παλάτι οι γονείς της βασισμένοι στον χρησμό του θεού πίστευαν πως η ροδομάγουλη θυγατέρα τους είχε σαν ταίρι το τρομερό φίδι και έτσι ήσαν μέσα στο πένθος, το θρήνο και την απελπισία. Είχαν προστρέξει να τους παρηγορήσουν οι άλλες δυο κόρες, μα μάταια. Στο μεταξύ και η Ψυχή άρχισε να νιώθει μοναξιά, να μην έχει έναν άνθρωπο να ανταλλάξει δυο λόγια, να μάθει νέα του έξω κόσμου, των δικών της. Ένιωσε δυστυχία, να είναι ολομόναχη στο παλάτι όλη τη μέρα παρέα με αόρατα πνεύματα που τη φρόντιζαν χωρίς να αισθάνεται τη ζεστασιά από την παρουσία τους και το βράδυ να πλαγιάζει και να γεύεται την αγκαλιά και τα χάδια κάποιου που ούτε το πρόσωπο του δεν είχε δει. Δεν άντεξε τη μοναξιά, την πήραν τα δάκρυα και πάνω στα χάδια με τον άντρα της τον παρακάλεσε να της επιτρέψει να μηνύσει στις αδελφές της να έρθουν για λίγο καιρό, να τις δει που τις είχε επιθυμήσει και να της κρατήσουν συντροφιά. Ο άντρας της που την αγαπούσε, της έδωσε την άδεια μα της έβαλε έναν ορό: «Μπορείς να τις δεχτείς και να τις φιλοξενήσεις, μπορείς να τους δωρίσεις ό,τι θελήσουν από τα υπάρχοντα μας, μα να είσαι προσεκτική. Μη σε πλανέψουν με τα λόγια τους και θελήσεις να με αντικρίσεις στο φως γιατί για πάντα θα με χάσεις και η δυστυχία θα σου πλακώσει τη ζωή.» Η Ψυχή που στο μεταξύ αγάπησε τον μυστηριώδη άντρα της, υποσχέθηκε στον αγαπημένο της να σεβαστεί την επιθυμία του. Άλλωστε στα σπλάχνα της έφερνε τον καρπό του ερωτά τους και από τη στάση της θα εξαρτιόταν η φύση του παιδιού τους. Αν τηρούσε την υπόσχεση, το παιδί που θα γεννιόταν θα ήταν αθάνατο χωρίς να αντικρίσει του Άδη τα μαύρα Τάρταρα, αν όμως δεν την τηρούσε θα ήταν θνητό και ο Ψυχοπομπός θα οδηγούσε την ψυχή του στα Τάρταρα ενώ η υγρή γη θα δεχόταν το σώμα του.

Μετά από μέρες οι αδελφές της Ψυχής ανεβήκαν στην κορυφή του βουνού οπού την οδήγησαν νυφοστολισμένη, βορά του αποτρόπαιου φιδιού, ώστε με κλάματα να πνίξουν τον καημό από το χαμό της αγαπημένης αδελφής. Έλυσαν τα μακριά μαλλιά και τα τραβούσαν θρηνώντας, οπότε μέσα στους θρήνους ακούσαν αγαπημένη φωνή. Ήταν η Ψυχή που τις καλούσε σιμά της. Φύσησε πάλι ο Ζέφυρος κι ανάλαφρα τις έφερε στο παλάτι της αδελφής τους. Μ’ ανείπωτη χαρά αγκαλιαστήκαν και τώρα τα τρυφερά τους μάγουλα βραχήκαν από χαράς δάκρυα. Έκατσαν αρκετές μέρες λέγοντας όλα τα νέα και αφού την χόρτασαν τα ματιά τους, πήραν του γυρισμού το δρόμο με του Ζέφυρου τη δροσερή πνοή. Οι επισκέψεις πύκνωσαν μα σε κάθε επίσκεψη και ο φθόνος μεγάλωνε για της αδελφής την ευτυχία και τους αναρίθμητους θησαυρούς που είχε στη διάθεση της...

Στους γέρους γονείς μιλιά δεν είπαν για την τύχη της Ψυχής, αφήνοντας τους να πιστεύουν πως η στερνοθυγατέρα τους είχε από καιρό πεθάνει. Φθόνος ανάβλυσε από τα εσώψυχα τους και σκέψεις για να κάνουν κακό στην αδελφή τους θόλωναν το μυαλό τους. Στιγμή δεν σταμάτησαν να ρωτούν για τον άγνωστο γαμπρό τους. Η Ψυχή στο τέλος αναγκάστηκε ψέμα να επινοήσει πως τάχα ο αγαπημένος της ήταν ένας πανώριος νέος, σαν ήρωας δυνατός που ζωσμένος τη φαρέτρα με τις αστόχαστες σαΐτες του παρέα με τα πιστά του κυνηγόσκυλα, ολημερίς στα βραδύσκιωτα δάση κυνηγούσε, φέρνοντας νόστιμο φαγητό, για τη γυναίκα που στα σπλάχνα της το παιδί τους κυοφορούσε. Αυτό φούντωσε πιότερο τον πόθο στις αδελφές που είχαν παντρευτεί γερούς κι ανήμπορους βασιλιάδες ανικάνους να τις κάνουν να χαρούν του έρωτα τη φλόγα. Ο σύντροφος της Ψυχής έχοντας θεία καταγωγή καταλάβαινε τις σκοτεινές διαθέσεις των αδελφών της αγαπημένης του και επαναλάμβανε τις προειδοποιήσεις για την ανεπανόρθωτη καταστροφή που θα προκαλούσε η παράβαση της εντολής του.

Κάποτε, που οι αδελφές επέμεναν να μάθουν λεπτομέρειες για τη ζωή της Ψυχής με τον άντρα της αυτή ξεχάστηκε και τους είπε αλλά. Είπε, τάχα, πως ο άντρας της ήταν ηλικιωμένος κι ασχολιόταν με το εμπόριο έχοντας μια μεγάλη επιχείρηση στην κοντινή επαρχία. Καθόλου δεν έπεισε το νέο ψέμα τις αδελφές της κι αυτές την πίεσαν φορτικά να τους αποκαλύψει την αλήθεια. Τότε αυτή δεν βάσταξε και τους είπε πως ποτέ δεν είχε αντικρύσει το πρόσωπο του συντρόφου της. Τρόμαξαν με την αποκάλυψη οι αδελφές και έφεραν στο νου τους την μαντεία για το φίδι. Έτσι την έπεισαν πως ο άγνωστος άντρας που δε φανερωνόταν ήταν το τρομερό φίδι που προφήτεψε ο Απόλλωνας και δεν είχε καλό σκοπό. Περίμενε να γεννηθεί το παιδί του και μετά θα την έτρωγε. Για να γλιτώσει από τον βέβαιο θάνατο μόνο ένας τρόπος υπήρχε. Ένα βράδυ, που ο ύπνος θα του είχε σφαλίσει τα ματιά, αφού θα είχε κρυμμένο ένα κοφτερό μαχαίρι στο κρεβάτι, να ανάψει το λυχνάρι και να κόψει μονομιάς το κεφάλι του τρομερού τέρατος...

Σα σφοντύλι στριφογύριζε η σκέψη στης Ψυχής το απονήρευτο μυαλό. Τη βασάνιζε από τη μια η ιδέα της παρακοής και η αποτρόπαια πράξη του φονικού κι από την άλλη η ιδέα το τρυφερό κορμί της να βρεθεί στο πνιγερό στομάχι του τέρατος. Σκεφτόταν και το αγγελούδι που θα γεννιόταν και θα του έλειπε το τρυφερό μητρικό χάδι, ενώ θα ήταν αναγκασμένο να ζήσει στο τερατώδες περιβάλλον του πατέρα του. Έτσι πήρε την απόφαση να χτυπήσει πρώτη.

Ένα βράδυ αφού καμώθηκε την πολύ ερωτευμένη και τον μάγεψε με τα χάδια της αυτός έγειρε να κοιμηθεί από τη γλυκιά του έρωτα κούραση, οπότε αυτή σηκώθηκε και άναψε το λυχνάρι. Ω, θεοί, τι αντίκρισαν τα μάτια της! Ο ωραιότερος άντρας της γης ήταν ξαπλωμένος γυμνός δίπλα της. Στα πόδια του κρεβατιού ήσαν ριγμένα ένα τόξο, η φαρέτρα και τα βέλη. Μπροστά της ήταν ο ίδιος ο Έρωτας, ωραιότερος και από την εικόνα που είχε σχηματίσει στη νεαρή φαντασία της, ακόμα πιο θεσπέσιος από το καλύτερο άγαλμα του. Σαν χαμένη πήγε να περιεργαστεί τα ξακουστά τα σύνεργα του. Ξαφνικά τρυπήθηκε στο δάχτυλο από μια σαΐτα κι ένας παράφορος έρωτας για τον πανέμορφο άντρα της την κατέλαβε. Ο πόνος την έκανε να συνέλθει και να καταλάβει την παρακοή της. Πικρά μετάνιωσε για την ανέντιμη πράξη της κι έσυρε το μαχαίρι που προόριζε για το φονικό, προσπαθώντας να αυτοκτονήσει, σαν τιμωρία της μωρίας της.

Μάταια η προσπάθεια της, το μαχαίρι γλίστρησε από το χέρι και έπεσε κάτω από το κρεβάτι. Αποσβολωμένη κοίταζε τον Έρωτα, τον άντρα της που πρόδωσε και τα χέρια της έτρεμαν. Τότε χύθηκε μια σταγόνα καυτό λάδι του λυχναριού στο γυμνό ώμο του άντρα που πετάχτηκε πάνω αλαφιασμένος από τον πόνο. Σαν είδε την αγαπημένη του, κατάχλομη να τον βλέπει μέσα από τα δάκρυα της, που σαν διαμάντια λαμποκοπούσαν στο φως του λυχναριού, ένιωσε να αδειάζουν τα σπλάχνα του, θλίψη τον συνεπήρε, έδωσε μια με τις πουπουλένιες φτερούγες του να φύγει μακριά μα μόλις που πρόφτασε να γαντζωθεί γεμάτη απελπισία, στο ένα του πόδι η Ψυχή, και να πάρει τα ύψη μαζί του μέσα στα κατάλευκα σύννεφα. Μα η κούραση την εξάντλησε, τα χεριά της γλίστρησαν και άρχισε να πέφτει.
Ο Έρωτας, που εξακολουθούσε να την αγαπάει, παρακάλεσε τον αγέρα κι αυτός την απίθωσε αργά – αργά, χωρίς να πάθει τίποτα. Μετά κατέβηκε πιο κάτω, στάθηκε στην κορυφή κοντινού ψηλόλιγνου κυπαρισσιού και με παράπονο της είπε: «Σε είχα προειδοποιήσει όμως εσύ μ’ αψήφησες. Γιατί έδειξες τόση αχαριστία; Γι’ αυτή τη μωρία, τίναξες όλη την ευτυχία σου στον αέρα. Τώρα γεύσου τον καρπό της αχαριστίας σου.» Λέγοντας αυτά πέταξε μακριά και χάθηκε στα ύψη.

Πάνω στην απελπισία της η Ψυχή ρίχτηκε στ’ αφρισμένα νερά ενός ποταμού να πνιγεί. Εκείνος ευθύς γαλήνεψε, την σήκωσε απαλά πάνω στα νερά του και ήρεμα την άφησε πάνω στην πυκνή τη χλόη που’ χε φυτρώσει διπλά στην όχθη του. Παραμερίζοντας τα βρεγμένα μαλλιά που της σκέπαζαν το πρόσωπο, είδε να στέκεται μπροστά της ο μεγάλος θεός Παν, που ήρθε να την παρηγορήσει. Της έδωσε θάρρος για τη ζωή και την μετάπεισε να συνεχίσει να ζει, βάζοντας σαν στόχο να ξανακερδίσει την αγάπη του Έρωτα.

Έτσι από κείνη τη στιγμή η Ψυχή είχε ένα σκοπό στη ζωή της, να ξαναβρεί και πάλι την χαμένη ευτυχία της. Μα πρώτα έπρεπε να τιμωρήσει τις ζηλιάρες και φθονερές αδελφές της που την παρέσυραν σε αυτή την προδοσία. Πιάνει πρώτα τη μεγαλύτερη, που πρωτοστάτησε στην απάτη και της είπε πως τάχα, ο Έρωτας την εγκατέλειψε γιατί του άρεσε περισσότερο η επισκέπτρια αδελφή και ήταν έτοιμος να την παντρευτεί. Τότε αυτή παράτησε τον άντρα της και την οικογένεια τους, λέγοντας ψέματα πως πέθαναν οι γονείς της και τράβηξε στη γνωστή κορφή του βουνού. Πήδησε από έναν βράχο, πιστεύοντας πως ο Ζέφυρος και πάλι θα την ανασήκωνε κι έτσι γκρεμίστηκε βάφοντας τα βράχια με το αίμα της. Την ιδία τύχη είχε και η δεύτερη αδελφή, κομματιάζοντας το κορμί της στους αιχμηρούς βράχους που έγινε τροφή των αρπαχτικών πτηνών.Αφού τιμώρησε αυτές που έγιναν η αιτία της συμφοράς της, η Ψυχή ξεκίνησε την αναζήτηση του Έρωτα, του αγαπημένου που από απερισκεψία έχασε.
Έψαξε σε στεριές και θάλασσες, σε γόνιμες και σε άκαρπες περιοχές, σε θυλάκες πεδιάδες κι απάτητες κορφές βουνών, μα άδικος ο κόπος της. Ακόμα και οι θεοί, η καταφυγή των θλιμμένων ανθρώπων, την είχαν εγκαταλείψει γιατί δεν ήθελαν να έρθουν αντιμέτωποι με τη θεά της ομορφιάς την Αφροδίτη, που έτρεφε μίσος για τη θνητή που ξελόγιασε τον γιο της, τον Έρωτα. Μάταια κατέφυγε στα ιερά της Ήρας και της Δήμητρας ικετεύοντας τη συμπόνια τους. Ούτε και αυτές θέλησαν να τη βοηθήσουν αν και τη σπλαχνιστήκαν, λόγω της αφρογεννημένης αδελφής τους. Στο τέλος, με την ελπίδα ότι ίσως εκεί να έβρισκε τον αγαπημένο της, αναγκάστηκε να καταφύγει στης Αφροδίτης το παλάτι.

Η θεά είχε από καιρό αναθέσει στον Ερμή που τριγύριζε σε όλο τον κόσμο, να βρει τη θνητή που πήρε τα μυαλά του πιστού συνοδού γιου της, του Έρωτα και είτε με το καλό, είτε με τη βία, να την οδηγήσει μπροστά της. Έτσι ασυλλόγιστα η Ψυχή έπεσε στα χεριά της θεάς, που μάνητα την είχε κυριεύσει και εκδίκηση ήθελε να πάρει. Από τη στιγμή που πάτησε το πόδι στης θεάς το παλάτι, μεγάλες δοκιμασίες την περίμεναν. Δυο πιστές της θεάς δούλες, η Θλίψη και η Έγνοια, με μαστίγιο αυλάκωναν το τρυφερό κορμί της και τρίχα – τρίχα ξερίζωναν από την όμορφη κεφαλή της τα μαλλιά.

Μετά πηρέ σειρά η ιδία η θεά, που με τα χέρια της χαστούκισε το ροδομάγουλο πρόσωπο και με βακχική μανία της ξέσκισε τα ρούχα. Κι ενώ ολόκληρο το σώμα, από την κορφή μέχρι τα νύχια, πονούσε, άλλη δοκιμασία έβαλε η θεά στη νύφη της. Σε τεράστιο σωρό από ανακατεμένους καρπούς κάθε είδους, στάρι, κριθάρι, κεχρί, κουκιά, ρεβιθιά, φακές και παπαρουνόσπορο, την οδήγησε και έδωσε την εντολή σε λίγες ώρες να τους ξεδιαλέξει και χωριστά να τους βάλει. Ήρθαν τα ψυχοπονιάρικα μυρμήγκια και στο ξεχώρισμα βοήθησαν.
Την άλλη μέρα πιότερο δύσκολα βάσανα την περίμεναν. Τώρα η θεά την έβαλε να βρει χρυσό μαλλί από του βουνού τα πρόβατα και μετά από της Στυγός την πηγή, που δράκοι ακοίμητοι την φύλαγαν μέρα και νύχτα, νερό να κουβαλήσει. Και αυτά τα κατάφερε έχοντας νέους στα βάσανα παραστάτες. Το προφητικό καλάμι που συμβουλή της έδωσε με υπομονή να μαζέψει τις τούφες το μαλλί, που τα πρόβατα πάνω στων θάμνων αφήναν τ’ αγκάθια. Μετά του Δία τον αητό, που κανάτι γέμιζε από της πηγής το παράξενο νερό.

Δόλου δε μαλάκωσε της θεάς το αντάριασμα και άλλη, ακόμα πιο δύσκολη, της αναθέτει αποστολή, στέλνοντας την Ψυχή στον κόσμο των σκιών, στο ζοφερό τον Άδη, για να δανειστεί από της Δήμητρας την κόρη, την όμορφη Περσεφόνη μια αλοιφή ομορφιάς, γιατί η δική της είχε τελειώσει. Συμπαραστάτη είχε αυτή τη φορά ένα μαγικό πύργο, που συμβουλή της έδωσε πως θα μπορούσε με τις λιγότερες δοκιμασίες στου Κάτω Κόσμου τα δώματα να κατέβει. Όμως κι εδώ καρτέρι της είχε στήσει η ατυχία. Σαν πήρε το γυάλινο βάζο με τη θεϊκή την αλοιφή, της πέρασε η σκέψη να βάλει κι αυτή λίγο από το θειο φάρμακο για να γίνει πιότερο όμορφη ώστε και πάλι τον Έρωτα να ξελογιάσει και την αγάπη του να ξανακερδίσει. Μα τη στιγμή που έβγαλε το πώμα από το βάζο, σαν σύννεφο αποπνιχτικός αχνός, που ήταν ο Ύπνος, την τύλιξε και στην υγρή γη σωριάστηκε χάνοντας τις αισθήσεις...

Ο άντρας της ο Έρωτας, ούτε στιγμή δεν έβγαλε από τη σκέψη του την αγαπημένη του γυναίκα και αφού πέρασε η πρώτη οργή, ηρέμησε και τη συγχώρησε. Η μάνα του, η Αφροδίτη τον είχε κλειδωμένο σε μια καμάρα, για να γειάνει τάχα η πληγή από το καυτό λαδί που είχε πέσει στου ωμού τη τρυφερή σάρκα, από το σάστημα της Ψυχής, εκείνη τη θλιβερή νυχτιά. Πήρε το αυτί του τη φοβερή δοκιμασία στου Ταρτάρου τα σκότη που η μάνα του έβαλε την Ψυχή να πάει. Έτσι το έσκασε, χωρίς κανείς από το θεϊκό παλάτι είδηση να τον πάρει και στου Πλούτωνα το θλιβερό παλάτι πήγε.Έφτασε τη στιγμή, που σωριαζόταν η Ψυχή έχοντας τις αισθήσεις χάσει. Μεμιάς τον Ύπνο στο βάζο ξανακλείσε και την αγαπημένη στην αγκαλιά του έσφιξε. Μετά ανάλαφρα σήκωσε χτυπώντας τα φτερά και στον Όλυμπο την έφερε.

Εκεί, σε μια των θεών σύναξη, με τη βοήθεια του Δία, τον οποίο τόσες φορές στους έρωτες του είχε βοηθήσει, σαιτοβολώντας την ομορφονιά που στο μάτι είχε βάλει ο πατέρας των θεών, καταλάγιασε της μάνας του την οργή. Ο ίδιος ο Δίας, που αχάριστος δεν ήταν, πρωτοστάτησε για το μεγάλο γλέντι που στου Ολύμπου τα παλάτια στήθηκε, για την, επίσημη πια, γαμήλια ένωση του φτερωτού θεού με την θεόμορφη θνητή. Έτσι η Ψυχή έγινε επίσημα γυναίκα του Έρωτα και σαν δώρο της χαρίστηκε η αθανασία. Η ευτυχία τους σφραγίστηκε μετά από λίγο καιρό, όταν ήρθε στον κόσμο και ο καρπός της αγάπης τους, η Ηδονή...





15 Απριλίου 2008

Ana8ewriseis!!!!!

Apofasisa ti nna m leiyei parapanw sta epomena 3 xronia p nna leipw gia spoudes! i anoi3i tis kiprou! =(

Eimai happy genika, pantos kairou! ton xeimwna xairoumai, mexri p variemai, j pe8imw to kalokairi! to kalokairi xairoumai, mexri p variemai j pe8imw ton xeimwna! enas favlos kiklos! giafto j den eixa provlima na zisw stin mounti agglia! gt i3era pws otan girisw pisw nna exw ektimisei to kalokairaki! omws...

Exei 2 meres, o kairos n 8avmasios!!!! anoi3iatiko prwino, zesto mesimeri j drosero vradaki! pragmatikos paradeisos!!! (ektos t oti leipei i 8alassa! =s) 3ipnw to prwi j den 3erw ti na kamw! n3erw pws na apolavsw tin iperoxi mera! na fkw e3w, na paw peripato, na anoi3w pantzouria j na sigirisw????

j wsp skeftoumai to leicester... den lew, agapw tti tin poli.... alla... Agglia re gmt! proxtes exionise! nna paw pisw, j enw nna exw glikan8ei p ton anoi3iatiko kairo damesa, nna girefkw to la8os! kipro oli mera exw anoixta para8ira na mpainei mesa to apleto fws! sto leicester omws? n lalw, to dwmatio m n teleio (xaris stin kalais8isia m, p to emetetreye se ena cosy foititiko dwmatio), alla mono ena para8iraki exei, j jeino n anoigei na mpei mesa o ka8aros aeras! (kapoia foititria apofasise oti n antexei tin piesi twn spoudwn j epese p to para8iro katw, j p tote exoun mas ta para8ira kleidwmena j sxedon katakleista) Aspm, nna paixtw! as n kala ta parka p exoun pantou j nna travw tin parea gia peripatous!!!!!

ouf, nmz ekourastika!!! exw ore3i na sigirisw! nna teleiwsw tin valitsa m alopws j na 3ekinisw 3eskonisma j anadiakosmisi!!!! extes anoi3a ta para8ira, j arxisa na sigirizw tes vivlio8ikes m! j meta j tes vivlio8ikes twn aderfwn m! j meta tin vivlio8iki tis mamas j t papa! emeine m i vivlio8iki t bro m! o3a laleite na sigirisw ta ermaria m???? nna dw!!!!

Have a nice sunny day!!!!!! =D

14 Απριλίου 2008

Portes!!!!!

hmmmm......

An eprepe na xaraktirisw ta "erwtika" mou alisverisia (akouetai m polla gkomene tti i ekfrasi alla ti na kamw??) me kapoio tropo, 8a ta xaraktiriza portes!!!

Para3eno e? =p na e3igisw!!!

Sini8ws, egw en8ousiazomai me mia porta! kleinw tin diki m, k me ka8e efkairia, pernw apo tin porta p me endiaferei, kai arxizw na ktipaw dinata! i sigana... an i porta einai anoixti, mou tin kleinoun sta moutra! an einai kleisti, ta trww ta moutra m moni m panw tis! ki otan kourastw, epistrefw pisw stn diki m porta, mpainw mesa se oti ki an krivei pisw tis, k tn kleinw kala, etsi wste na mporesw na 3ekourastw ap'ta anapantita ktipimata, k na parw dinami gia na 3ekinisw gia tin epomeni porta p m 8a m aresei...

Ap'tin alli pali, ka8e ta3idiwtis me proorismo emena, i mallon, tin diki m porta, erxetai kai m tin ktipa. Distixws giafton (i eftixws, den 3reis pote!), ktipa otan egw leipw kai 3enixtw stn kleisti porta p me endiaferei, i otan eimai mesa, alla 3ekourazomai! i pali, xtipa, leei ena geia kai fevgei, xwris peraiterw apaitiseis... Elaxistes fores me petixe kapoios mesa, kai me kali kai 3ekourasti dia8esi...

Distixws omws kai pali, me ton (ligo) kairo, i episkeyi t arxizei na me varainei... mou fainetai armeniki vizita, kai siga siga arxizw na tn diwxnw... siga siga nostalgw tin kleisti porta p paratisa, i mia kainourgia p eida stn dromo proxtes... ki etsi, o kalesmenos m (pote den etixe na ginei sigkatoikos kai idioktitis tis portas m) fevgei... lipamai, stenoxwriemai, niw8w tiyeis, gt ton ediw3a gia mia akomi kleisti porta, alla ti na kanw... 8a itan tromero gia afton na menei kalesmenos enw egw trigirnw tin mera kai tin nixta m ktipwntas mia alli porta...

Eimai periergi kai kapws anipomoni na dw pote 8a tixei eite na mou anoi3oun diaplata mia porta p xtipw, eite na er8ei kapoios ta3idiwtis pou 8a egkatasta8ei monima mazi m, pisw ap'tin diki m... 8a me voi8isei na anadiakosmisw ton xwro m, kai na payw na epizitw ton xwro kapoiou allou... 8a omorfinei ton diko m toso, p den 8a 8elw na 3anafigw pia...

mexri tote, apla 8a perimenw, 8a trigrnaw, kai 8a diwxnw! San tin adiki katara 8a katantisw alla never mind! toulaxiston, sta ta3idia kai stis anazitiseis m gia mia porta anoixti, 8a gnwrisw ton kosmo! Ouden kakon amiges kalou, opws elegan kai oi arxaioi imwn progonoi! =)

Wp! twra 8imi8ika ena rito: "otan o 8eos kleinei mia porta, anoigei ena para8iro..." E loipon, AFTA ta para8irakia einai p me trelainoun perissotero!!! mou kleineis kirie m tin porta? giati mou anoigeis to para8iro? gia na elpizw pws an s aresei i 8ea 8a mou anoi3eis kai tin porta?? 8a m peite twra, afou i 8ea pote mexri twra den itan arketa deleastiki, gt tin pa8aineis ka8e fora??? giati mporei gia afton p einai mesa, i 8ea na min einai arketa wraia, gia mena omws p stekomai ape3w, oi ligostes maties p klevw ap'to eswteriko mou fainontai paradeisos...

Gmt, pali mpaxalo ta ekana!!!! An katalavete 8eo, emena na m FTISETE!!!!!!! =p

kalinixta... Paw na analogistw tin goiteftikotati kleisti porta...

Taxi girls!!!!!!

Χα, κοιτάξετε τωρά να δείτε τι γίνεται! Αν ψάξετε λίο μέστο Ίντερνετ, εννα βρείτε το blog μιας φίλης μου, η οποία έχει issues με τους ταξιτζήδες! Μπαίνει μες το ταξί, σύρνει τους μια κουβέντα, αρχίζουν τούτοι να μιλούν, τζαι η Νίκη απλά ακούει. Τζαι μετά έρκεται στο blog της τζαι γράφει ό,τι φιλοσοφική θεωρία της είπαν!

Εγώ που την άλλη, κάμνω το ακριβώς αντίθετο! Κάθε Παρασκευή και Σάββατο, αφού πάω με μια φίλη μου στο στέκι μας τζαι περάσουμε καλά, πιάνουμε ταξί να έρτουμε σπίτι. Ε, τζαι που τον ενθουσιασμό μας με τες εξελίξεις της νύχτας, αρχίζουμε να σχολιάζουμε ότι μας έκαμε εντύπωση. Με αποτέλεσμα, ο εκάστοτε ταξιτζής να μαθαίνει τι μας είπε ο ένας, τι εκαταλαβαμε εμείς που τζείνα, τι υπονοούμενα έσυρε ο άλλος, τι πρέπει να προσέξουμε την επόμενη φορά, τι μας εντυπώθηκε στο μυαλό άρα εννα έρτουμε να το γράψουμε στο blog μας κτλ κτλ!

Προσοχή! Δεν κουτσομπολεύουμε! Απλά συζητούμε! Καθόμαστε στο πίσω κάθισμα, γείρνει η μια πάνω στην άλλη, τζαι αρχίζουμε! "Μάνα μου τον ένα, μάνα μου τον άλλο! Αλλά ξέρεις, εν τω μεταξύ, τζαι να το θυμηθείς, μπλα μπλα!" Τζαι φτάνουμε σπίτι μου, να κατεβώ πρώτη, τζαι επειδή εν μας κανεί τούτη ούλη η κουβέντα στο πίσω κάθισμα, λέμε ένα "Μιλούμε αύριο αγάπη!" η μια της άλλης τζαι καληνυχτιζόμαστε.

Bottom line is...

O ταξιτζής ενημερώθηκε πλήρως για τα συμβάντα της νύχτας!!!!! =p (τζαι που είσαι ακόμα αν έτυχε τζι εν ο ίδιος της προηγούμενης νύχτας! γράφει βιβλίο αν θέλει: "Τα απομνημονεύματα δύο αυλαιικών!"

Υ.Γ. Πριν να πατήσω το "δημοσίευση ανάρτησης, ξαναδιαβάζω το τι έγραψα... Σαννα τζαι εγώ τζαι η Δήμητρα είμαστε δυο κοτζακαρούες τζαι συζητούν για τα νεανικά τους χρόνια! =p

07 Απριλίου 2008

Έχω μια αγάπη για σένα...

Έχω μια αγάπη για σένα

Κοίτα με, κι αν είμαι αυτό που γυρεύεις
στ΄ άγνωστο, μόνος ξανά μην πηγαίνεις
Ψάξε με, έχω βαθιά μου κρυμμένο
το όνειρο, που το ΄χες χρόνια χαμένο
Έχω μια αγάπη για σένα
Κόκκινη όπως το αίμα
Φλόγα το χάδι,
τα βράδια ανάβει φωτιές
Έχω μια αγάπη στα χείλια
Τρέχει τις νύχτες με χίλια
Να 'ρθει κοντά σου,
αγάπη μου γεια σου, να λες
Κοίτα με, κι αν είμαι αυτό που ζητούσες
στ΄ άγνωστο, στις ερημιές που γυρνούσες
Ψάξε με, πάρ' τη ζωή μου απ΄ το χέρι
Μάτια μου, πόσα η καρδιά σου δεν ξέρει
Έχω μια αγάπη για σένα
Κόκκινη όπως το αίμα
Φλόγα το χάδι,
τα βράδια ανάβει φωτιές
Έχω μια αγάπη στα χείλια
Τρέχει τις νύχτες με χίλια
Να 'ρθει κοντά σου,
αγάπη μου γεια σου να λες....

05 Απριλίου 2008

Tralalalaaaaaaaaaaaaa............

To loipon! egw apoye 8elw na grayw sto blog m! n 3erw gia poio prama 8elw na grayw, alla 8elw na grayw!

Eimai happy... Alla n eimai... ta sini8ismena diladi! =p vasika kai me lia logia, n 3erw ti m ginetai... n 3erw gia ti na parakalw, gia ti na efxomai, ti na apofevgw...

Nomizw poye mporw na pw pws eimai parapanw xaroumeni para stenoxwrimeni... Tipote to spoudaio n egine... alla na sas ipen8imisw mia poli spoudaia paroimia! "fasouli fasouli gemizei to sakouli!" Den exw idea poios tin eipe prwta, alla ton efxaristw, gt apoye, etsi niw8w! san na mazevw ligo ligo kommatia mias wraias anamnisis. mias wraias aformis gia oneira.. mias yeftikis aformis gia oneira. alla.. oneira!

Kai asxetws me to ti egraya p panw, exw mia paraklisi: Diale3ete! oi misoi laleite m eimai gennimeni i8opoios! j oi alloi misoi peripaizete me giati mprosta tou kamnw san tn ma8itrioula p tis trexoun ta salia, pws n mporw na to kaliyw! e ti skata???????? vevaia, afto to gegonos genna allo erwtima... 8elw i den 8elw na to kaliyw?? simferei me i den me simferei??? mporw i den mporw...?? na to kaliyw mipws m perasei a? ma n sofi kinisi touti? ws gnwston, oti katapiezetai, 3espa argotera me tromeri ormi...

grrrrrrrrrr, epikindina pramata!!!!

Poiaaaaaaaaaaa pinelopi, ariadni eprepe na valw! o mitos tis ariadnis egine to blog m me tis asinartisies p grafw! egw pantws eipa sas to: N 3ERW TI MOU GINETAI! (etsi, gia na to empedwsoume! =p) e ok, j to oti koutoulw panw m p tin nista n j voi8a j idiaitera sto na apoktisoun noima oi le3eis p grafw! signwmi diladi! i wra 5.15 to prwi!

..........................5.15??????????????????????? .......................... Aman!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!

Poios 3ipna avrio???????????? gmt!!! =s Ate, kalinixta sas!!!!!! makari na pernate wraia, opws pernw ki egw... me moni diafora na leipoun ta mavra sinnefakia ap'tis skeyeis sas....


kalinixta.... opou kai na'sai matia m...